ΤΑ ΤΡΑΟΥΘΚΙΑ ΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΟΥ
Όπως τα είπαν στον Στέλιο Πρωτοπαπά τον Ιούλιο του 1985 ο Μιχαλάκης Χατζηστυλλής, η Θεογνωσία Νικόλα Κοκκοφίτη, η Μαρούλλα Οδυσσέα και η Νίκη Τσιελεπή
1. Σιίλλια καλωσορίσετε σιίλλια καλά να πάτε
τζι΄όσοι ρωτούν για λλόου μας να μας τους σιερετάτε.
2. Καλώς ήρταμεν τζ΄ήβραμεν την τράπεζαν στρωμένην
τζιαί τζείνη που την έστρωσεν άξια προκομμένη.
3. Το στόμαν πο τραγούδησεν να το παραγρυσώσω
μήλον που την παράδεισον να φέρω να του δώσω.
4. Καλώς ήρταν οι ξένοι μου τζ΄εκάτσαν στες τσαέρες
θωρώ τους ούλλους που γυρόν τζι’ έχω πολλές μαννιέρες.
5. Καλώς ήρταμεν τζι΄ήβραμεν τα σπίθκια τα μεγάλα
τζι΄απού να τρέξει πόσσω τους το μέλιν τζιαί το γάλαν.
6. Σιίλλια καλώς εβρέθημεν τζιαί πάλαι να βρεθούμεν
τζιαί μεγαλύττερες χαρές να καταξιωθούμεν.
7. Τζι΄εμείς εν τζι΄ήρταμεν δαμαί να φάμεν τζιαί να πιούμεν
ήρταμεν για να τραγουδήσουμεν τζιαί να περηχαρούμεν.
*(μόνον αγάπην είχαμεν τζι΄ήρταμεν να σας δούμεν).
8. Αγάπα την θεοτικά να σ΄αγαπά μελένα
όστι να πάρει ο Θεός τζιαί που τους θκιό τον ένα.
9. Η ομορκιά εν με την γενιά τζι΄η τραουθκιά με σόι
τζιαί το φκιολί με τον σεφτά τζι΄ο νούς με το ρολόι .
10. Οι ομορκιές σου μάνα μου εν μες το γιατροσόφι
του άρρωστου εδείξαν τες τζι΄έγιανεν τζι΄εσηκώθη.
11. Αγάπησα την που καρκιάς τζιαί καρκιοπόνησέν με
της αροδάφνης το ζουμίν καμούς επότισέν με.
12. Έναν κουτσιήν μαυρόκοκκον τρία κουτσιά ρουβίθι
χαρά στην πεθεράν πο θκιάλεξεν την νύφη.
13. Μα η Φιλιά εν καλόν χωρκόν μα εν τζιαί πετρολόι
έσιει κοπέλλες όμορφες κότσιηνες σαν το ρόι.
14. Συμπέθερε, συμπέθερε βάλτο καλά στο νού σου
τζιαί μεις εν μιαν αγγέλισσαν πο δώκαμεν του γιού σου.
15. Το πορτοκάλιν εν εμάς τζιαί σας το μαντορίνι
παρακαλείτε το Θεό για να μας τους χαρίνει.
16. Ποττέ μου δεν το όρπιζα μήτε στο νου μου τόχα
να φείς που την βασιλιτζιάν να πάεις στην μολόχα.
17. Σέλλενη σελλενόκοξη σέλλενα εν τα μαλλιά σου
χρυσά εν τα σκουλαρίτζια σου που κρέμμουνται στ’ αυτιά σου.
18. Τζι΄η ομορκιά εν καλόν πράμαν χαράς τον που την έσιει
εν βρύση του καλοτζιαιρκού κρυό νερόν τζιαί τρέσιει.
19. Τζι΄εμένα μαύρη με λαλούν τζιαί μαύρη με φωνάζουν
τζιαί το βελούδο μαύρον έν τζι΄αρκόντοι το γοράζουν.
20. Ναν άρρωστη του θανατά τζιαί να φωνάζει δυνατά
μάνα μου τη ζωή μου,
αν έσιει γάμον για γιορτήν αν δεν την κάμω τζιαί εν έρτει
ξοπίσω μου σαν τον μαρτίν,
κολοσυρτή σαν την κουφήν να μου φωνάζει ρε Γιωρκή
κόφκω την τζιεφαλήν μου.