Απεβίωσε ο Αντώνης Κλεάνθους
Δεν άντεξε να δει ελεύθερο το χωριό του που τόσο πολύ αγάπησε. Ο Αντώνης Κλεάνθους άφησε την τελευταία του πνοή την Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016. Η κηδεία του τελέστηκε το Σάββατο 6 Φεβρουαρίου από τον ιερό ναό Τιμίου Προδρόμου στη Λευκωσία.
Ο εκλιπών γεννήθηκε στη Φιλιά το 1930. Το 1948 εργοδοτήθηκε στη ΣΥΤΑ όπου εργάστηκε για σαράντα χρόνια. Ήταν εργατικός και ευσυνείδητος ως υπάλληλος. Η προσφορά του αναγνωρίστηκε σύντομα και πήρε τη θέση του τομεάρχη κατασκευαστών τηλεφωνικών κέντρων. Το 1958 νυμφεύθηκε τη Μάρω Αγαθαγγέλου από τη Λευκωσία, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, την Αρετή και την Αγγέλω. Έκτοτε διέμενε στη Λευκωσία, αλλά κάθε Κυριακή επισκεπτόταν μέχρι το 1974 ανελλιπώς την αγαπημένη του Φιλιά.
Ως άνθρωπος της τεχνολογίας ήταν πολύ προοδευτικός και πρωτοπόρος σε πολλά θέματα. Ήταν ο πρώτος ο οποίος απέκτησε φωτογραφική μηχανή στο χωριό, την αρπαχτική, όπως την ονόμαζαν τότε. Αν όμως, σήμερα με το διαδίχτυο έχουμε ανακαλύψει ότι ο κόσμος είναι μια γειτονιά, ο Αντώνης Κλεάνθους αυτό το είχε συνειδητοποιήσει πολλά χρόνια προηγουμένως, αφού είχε ως χόμπι τον ασύρματο, με τον οποίο επικοινωνούσε με όλο τον κόσμο. Είχε πολλές ιστορίες να διηγηθεί για αυτή του την εμπειρία.
Μπορεί ο Αντώνης Κλεάνθους να εγκαταλείπει τα εγκόσμια πλήρης ημερών, αλλά αυτό δεν αποτελεί λόγο ώστε να μειώσει τη θλίψη μας που χάνουμε έναν εκλεκτό γίγαντα της ανθρωπιάς, της αρετής και της καλοσύνης. Ειδικότερα εμείς οι συγχωριανοί του και κυρίως οι νεώτεροι, θλιβόμαστε που χάνουμε τον άνθρωπο που με τόση γλαφυρότητα μας εξιστορούσε αδιάκοπα όμορφα στιγμιότυπα από τη ζωή της Φιλιάς και των Φιλιωτών, αναδεικνύοντας τις αρετές και κυρίως τη φιλοξενία τους.
Όλοι μας ασφαλώς αγαπάμε το κατεχόμενο χωριό μας και νοσταλγούμε να επιστρέψουμε ελεύθεροι στην ποτισμένη με τον ιδρώτα μας γη. Μόνο όμως ο Αντώνης Κλεάνθους ήταν τόσο βέβαιος για τον εαυτό του ώστε να λέει με αυτοπεποίθηση και σιγουριά πως δεν υπάρχει άλλος, ο οποίος να αγαπά την Φιλιά, περισσότερο από όσο ο ίδιος.
Ωστόσο, παρά την απέραντη αγάπη του για το χωριό του, δεν το είχε επισκεφθεί μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων. «Δεν νομίζω ότι θα αντέξω τέτοια συγκίνηση και τέτοιο πόνο», έλεγε. «Νομίζω πως αν επισκεφθώ τη Φιλιά, θα πεθάνω εκεί» συνέχιζε, προσθέτοντας πως «όταν δώσει ο Θεός και ελευθερωθεί η Φιλιά, θα πάω εκεί γονατιστός». Έφυγε, όμως, με τον καημό στα χείλη, εκφράζοντας και μιαν επιθυμία που αφορούσε τον θάνατό του. «Θέλω να με σκεπάσετε με χώμα από την Φιλιά», έλεγε. Και η επιθυμία του έγινε πραγματικότητα.